κονεύω

κονεύω
αμετ. останавливаться на ночлег

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κονεύω" в других словарях:

  • κονεύω — (Μ κονεύω) σταθμεύω προσωρινά για ανάπαυση ή για ύπνο, καταλύω, κάνω κονάκι («επήγαν και εκόνεψαν στο πράσινο λιβάδι», δημοτ. τραγ.) μσν. φιλοξενώ, εγκαθιστώ κάποιον για να τόν φιλοξενήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονάκι κατά το σχήμα: χωνί χωνάκι χωνεύω.… …   Dictionary of Greek

  • κονεύω — κόνεψα, κονεμένος, σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για ύπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονητής — κονητής, ὁ (Α) [κονεύω] (κατά τον Ησύχ.) θεράπων …   Dictionary of Greek

  • κόνεμα — το [κονεύω] προσωρινή εγκατάσταση σε κάποιο τόπο, κατάλυση, στάθμευση …   Dictionary of Greek

  • ξεκονεύω — μετοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κονεύω «σταθμεύω, καταλύω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»